- ανθυποβρυχιακός
- -ή, -ό(για εξοπλισμό, νάρκες κ.λπ.) αυτός που προορίζεται για επίθεση εναντίον υποβρυχίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθυποβρυχιακός — ή, ό αυτός που στρέφεται κατά των υποβρυχίων: Η χώρα έχει οργανώσει την ανθυποβρυχιακή της άμυνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek